Υπάρχει μια μεγάλη στρέβλωση στην ελληνική κοινωνία. Είναι αρκετά έντονη αυτήν την περίοδο, με την παρούσα κυβέρνηση, αλλά δεν είναι καινούρια. Παρακολουθώντας την κυρίαρχη αφήγηση, τον δημόσιο λόγο αρκετών πολιτικών και δημοσιογράφων, αλλά και τις αντιδράσεις ανθρώπων που ανήκουν με κάποιον τρόπο στον πολιτικό χώρο που ξεκινάει απ’ το κέντρο και πάει προς τα δεξιά, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τις αντιφάσεις απ’ τις οποίες διέπεται.
Υπάρχει ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έχει κρατήσει για τον εαυτό της συγκεκριμένες πολιτικές ταυτότητες, όπως φιλελεύθεροι, κοσμοπολίτες, δημοκράτες, παραγωγικοί, ευγενείς, κλπ. Έννοιες που στο δικό τους κόσμο (και πιθανόν και σε ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας) έχουν θετικό πρόσημο. Στην πραγματικότητα όμως, τα λόγια και οι πράξεις τους μας δείχνουν κάτι διαφορετικό.
Θα μιλήσουν ως φιλο-ευρωπαϊστές, θα μιλήσουν με περηφάνια για το πτυχία που έχουν από ξένα πανεπιστήμια ή θα εκφράσουν τον θαυμασμό τους γι αυτούς που τα έχουν. Θα μας πουν πόσο κοσμοπολίτες είναι. Οι ίδιοι άνθρωποι θα μιλήσουν για εισβολείς μετανάστες, για την ανάγκη δημιουργίας ακόμα περισσότερων κέντρων συγκέντρωσης. Θα μιλήσουν για αλλοίωση του πολιτισμού μας ή για το «γεγονός» πως «δεν χωράμε». Θα δικαιολογήσουν τις επαναπροωθήσεις ή ακόμα χειρότερα το τρύπημα σε βάρκες μεταναστών. Αλλά ταυτόχρονα δεν έχουν κανένα πρόβλημα να δεχτούν επενδύσεις απ’ το εξωτερικό ή να ανοίξουν τα σύνορα εν καιρώ πανδημίας σε τουριστικούς μετανάστες. Ο κοσμοπολιτισμός τους, όπως και ο ρατσισμός τους, είναι ταξικός.
Θα μιλήσουν ως φιλελεύθεροι, αλλά η ελευθερία τους εξαντλείται στην ελευθερία κίνησης χρήματος και εμπορευμάτων. Θα υψώσουν τείχη στα σύνορα, για να σταματήσουν την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων. Θα σταθούν απέναντι στην προάσπιση και διεύρυνση ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών, ειδικά όταν αυτές περιλαμβάνουν ανθρώπους άλλου φύλου, διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού ή ακόμα και διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Θα μιλήσουν ως φυσικοί συνεχιστές της Γαλλικής Επανάστασης, λησμονώντας να μιλήσουν για ισότητα και αλληλεγγύη.
Θα μιλήσουν ως το παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας, όταν πολλοί εξ αυτών θαυμάζουν ανθρώπους που δεν έχουν πεινάσει ή δεν έχουν εργαστεί ποτέ στη ζωή τους. Πιθανόν να ανήκουν και οι ίδιοι σε αυτούς. Την ίδια στιγμή θα εγκαλέσουν ως υποκριτές όσους βρίσκονται πολιτικά απέναντι τους και έχουν το θράσος να μην ζουν στη φτώχεια και στη μιζέρια. Πιστεύουν ακράδαντα πως είναι οι μόνιμοι ιδιοκτήτες αυτής της χώρας.
Θα μιλήσουν ως ευγενείς και «καθαροί», ως άνθρωποι μιας ανώτερης τάξης. Οι ίδιοι που θα δικαιολογήσουν κάθε κήρυγμα μίσους που εκτοξεύεται από κάποιον άμβωνα.
Θα μιλήσουν ως δημοκράτες και άνθρωποι της νομιμότητας. Αλλά γι αυτούς η παραβατικότητα χρήζει μεγαλύτερης και αυστηρότερης πάταξης απ’ την εγκληματικότητα. Θα δικαιολογήσουν κάθε μορφή αστυνομικής βίας, όσο εξόφθαλμα καταχρηστική κι αν είναι, γνωρίζοντας εκ τους ασφαλούς πως ο αποδέκτης της δεν θα είναι ένας απ’ αυτούς. Αποδέχονται το μονοπώλιο της βίας, ενώ καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Θα κουνήσουν το δάχτυλο για την τήρηση της νομιμότητας, επειδή ταυτίζοντας τον εαυτό τους με τον νομοθέτη, εξαιρούνται απ’ αυτή.
Έχουν ταυτίσει τον εαυτό τους με την ηθική και την πρόοδο, όταν στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν ό,τι πιο μισαλλόδοξο, πουριτανικό, ρατσιστικό και μικρόψυχο υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Ο διχασμός που βιώνουμε είναι πιο απλός απ’ όσο φανταζόμαστε. Είναι ένας διχασμός ανάμεσα σε ανθρώπους και τέρατα.