(όπως δημοσιεύτηκε στο 25ο τεύχος του fanzine chimeres)

Δεν θυμάμαι πόσες ώρες έχω να κοιμηθώ. Κλείνω τα μάτια μου αλλά ο Μορφέας αρνείται πεισματικά. Ξέρω πως φταίει εκείνος ο καφές. Ήταν πολύ αργά. Σχεδόν ακούω τα μόρια της καφεΐνης να χορεύουν πάνω στους νευρώνες μου. Δεν μπορώ να κοιμηθώ.

Όσο κι αν προσπαθώ. Εικόνες και σκέψεις αναδύονται συνέχεια ανατροφοδοτώντας την ακατάπαυστη ενέργεια του εγκεφάλου μου. Προσπαθώ να ξεχάσω. Την πραγματικότητα. Τους τρελούς εκεί έξω που πασχίζουν με την καθημερινότητα της λογικής. Τους τρελούς που έχουν αφιερώσει ένα κομμάτι της ζωής τους στο να χτίσουν κάτι για τους άλλους. Που πασχίζουν να δημιουργήσουν νησίδες και καταστάσεις ελευθερίας μέσα σε ένα κόσμο λογικής. Μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει συνηθίσει να αυτοπροσδιορίζεται με βάση την εργασία του. Μέσα σε μια μάζα αργόσχολων. Προσπαθώ να ξεχάσω τους τρελούς που δεν κυνηγούν απλώς τα όνειρα τους, αλλά δημιουργούν και συντηρούν τις συνθήκες, τον “χώρο” και τον χρόνο, ώστε να μπορούν να το κάνουν και άλλοι.

Αλλά η λογική στέκεται εμπόδιο. Οι λογικοί στέκονται εμπόδιο. Αυτοί που αισθάνονται να κινδυνεύει η ζωή τους και η αξία τους απ’ τις πράξεις των άλλων. Όχι γιατί τους απειλούν με κάποιο τρόπο, αλλά γιατί απειλούν τον τρόπο ζωής τους. Και κάπου εκεί ξεκινάει το κυνήγι. Προσχηματικά και μη. Γιατί μπορούν. Έχουν τον τρόπο και τα μέσα. Ίσως να ‘ναι και περισσότεροι, αλλά δεν είναι απαραίτητα πιο δυνατοί.

Και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σκέφτομαι συνεχώς. Τα πάντα. Μα κυρίως πως δεν είμαι ο μόνος που κρατάει ένα τέτοιο ημερολόγιο. Απ’ τη δική μου κατάληψη όμως δεν θα μπορέσουν ποτέ να με βγάλουν. Τον δικό μου “χώρο” και χρόνο δεν θα καταφέρουν να τον αξιοποιήσουν. Δεν θα ξεχάσω. Δεν πρόκειται να κοιμηθώ ποτέ ξανά.